μίκρεμα

μίκρεμα
και μίκραιμα, το [μικραίνω]
η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού μικραίνω, σμίκρυνση, μείωση, ελάττωση, βράχυνση.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • μίκρεμα — το ατος, το να γίνει κάτι μικρότερο, η σμίκρυνση: Το μίκρεμα του παντελονιού …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ακρωτηρίαση — ακρωτηρίαση, η και ακρωτηριασμός, ο 1. η αποκοπή των άκρων σώματος ή πράγματος: Ο ακρωτηριασμός τού έσωσε τη ζωή. 2. υπερβολικό μίκρεμα κάποιου πράγματος: Αυτό δεν ήταν κλάδεμα, αλλά ακρωτηρίαση των δέντρων …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ελάττωση — η μείωση, μίκρεμα, λιγόστεμα: Ελάττωση της κατανάλωσης του ρεύματος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κόντεμα — το, ατος 1. η ενέργεια του κονταίνω, μίκρεμα. 2. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του κοντεύω, πλησίασμα, ζύγωμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”